THE SPIRIT OF GREECE// ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ YOU CAN STARVE THEM BUT YOU CAN'T KILL THEIR SPIRIT

THE TRUE SPIRIT OF GREECE// ΤΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

This Blog is dedicated to my grandfather and all the grandfathers of the world.They are true life stories and advice, also various other things for us the younger ones, so that we may learn from the experience of the older ones.

Αυτό το Blog είναι αφιερωμένο στο παππού μου και όλους τους παππούδες του κόσμου. Είναι αληθινές ιστορίες της ζωής και συμβουλές για εμάς τους νεώτερους, και διάφορα άλλα πράγματα, ώστε να μπορούμε να μαθαίνουμε απο τη πείρα των παλαιωτέρων.

Blog created by x-nos

Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2009


Ο ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ ΠΟΛΕΜΟΣ
Φαίνεται ότι κάθε γενιά έμελλε να έχει το δικό της πόλεμο. Και αυτός ήταν ο δικός μου.
Η γιαγιά μου συνήθιζε να μου λέει ιστορίες από τον τελευταίο που συνέβη πριν από πολλά χρόνια. Στο μυαλό ενός παιδιού, δύο δεκαετίες και κάτι ήταν πάρα πολύς χρόνος.
Ήταν ίσως τώρα καιρός που έπρεπε να έχουμε ένα καινούριο πόλεμο. Αυτό ήταν άγραφος νόμος. Οι άνθρωποι πρέπει να σκοτώνονται μεταξύ τους πότε πότε....(read more)


Ο πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν μόνο στη μνήμη εκείνων που τον είχαν ζήσει.. Και ο δεύτερος είχε ήδη αρχίσει.


Χρόνος,άνοιξη του 1940. Ο τόπος: ένα μικρό, ασήμαντο χωριό στις πλαγιές ενός ψηλού βουνού.
Υπήρχε ειρήνη και γαλήνη εδώ. Ο νυχτερινός ουρανός ήταν πολλές φορές ένα μαγικό θέαμα. Μυριάδες φωτεινά αστέρια ήταν αρκετά να εξάψουν τη ζωηρή φαντασία ενός παιδιού.
Οι νύχτες ήταν πνιγμένες στο σκοτάδι, και το μόνο σημείο ζωής εδώ ήταν το αμυδρό φως από τις λάμπες πετρελαίου που έφεγγε από τα μικρά, προστατευμένα με κάγκελα παράθυρα, και ο άσπρος καπνός που έβγαινε από τις καμινάδες.
Η βαριά σιωπή της νύχτας πολλές φορές διακόπτονταν από τα ουρλιαχτά των λύκων στο κοντινό δάσος και το γάβγισμα των σκυλιών στους δρόμους.
Αυτός ήταν ο παράδεισος και το μυστήριο της ζωής στα μάτια ενός μικρού αγοριού. Αλλά όλα αυτά ήταν ουτοπία, και σύντομα θα έσβησαν σαν ένα υπέροχο όνειρο.
Μόνο δύο μέρες πριν, ο εκκωφαντικός κρότος μιας μεγάλης έκρηξης ήταν ο πρώτος κακός οιωνός. Πέτρες και χώμματα πέφτανε βροχή στις στέγες των σπιτιών, κατατρομάζοντας τους άμοιρους κατοίκους του χωριού, μέσα στην ήσυχη νύχτα.
Η μεγάλη γέφυρα στην έξοδο του χωριού είχε ανατιναχτεί. Αυτό προφανώς θα επιβράδυνε την εισβολή του εχθρού για λίγο. Όμως, ποιόν εχθρό; Το Αλβανικό μέτωπο ήταν μπροστά, στη Δύση. Η νέα απειλή ερχόταν από το βορά!


Πληγωμένοι φαντάροι, που γυρνούσαν πίσω από το ιταλικό μέτωπο στην Αλβανία, διηγούνταν ιστορίες ηρωισμού που μας έκαναν να ανοίγουμε τα μάτια μας και να ακούμε με δέος. Όλα ακούγονταν σαν μια συναρπαστική περιπέτεια. Αλλά το δράμα είχε μόλις αρχίσει.
Ο βουβός θόρυβος από τις εκρήξεις των βλημάτων του πυροβολικού, που έρχονταν από μεγάλη απόσταση πίσω από τα βουνά, ήταν ένα σημάδι ότι ο πόλεμος ήταν κοντά.
Τελευταία υπήρχε μεγάλη στρατιωτική κίνηση. Άμαξες που τα τραβούσαν μουλάρια μετέφεραν προμήθειες στο δυτικό μέτωπο.
Πεζικά τμήματα κινήθηκαν προς τα βουνά. Έσκαψαν χαρακώματα επάνω στους λόφους που ήταν περίπου ένα χιλιόμετρο μακριά και απέναντι από τη τιναγμένη γέφυρα. Οι άμαξες σταμάτησαν στην εθνική οδό, στη τελευταία στροφή του δρόμου.
Η ώρα είχε έρθει!
Ήταν όμορφη και ζεστή εκείνη η μέρα του Απριλίου. Οι άνθρωποι, με αγωνία περίμεναν...... Ο εχθρός πλησίαζε.
Αυτή τη φορά δεν ήταν αυτός που τα ηρωικά στρατεύματα είχαν αντιμετωπίσει με επιτυχία στην Αλβανία τους σκληρούς μήνες του χειμώνα.
Ο νέος εχθρός πλησίαζε από άλλη κατεύθυνση, από πίσω τους. Άραγε το γνώριζαν αυτό οι καημένοι φαντάροι; Τί είδους στρατός ήταν αυτός πού έρχονταν απ' το άγνωστο.
Η μεγάλη εισβολή είχε αρχίσει, και τώρα έφτανε εδώ.
Κάθε ώρα, οι άνδρες του χωριού κολλούσαν το αυτί τους πάνω στην άσφαλτο για να ακούσουν ή να αισθανθούν τους κραδασμούς από βαριά οχήματα που τυχόν προσέγγιζαν το χωριό πίσω από την τελευταία στροφή του δρόμου.

Ναι! Σήμερα το βουητό ήταν τόσο δυνατό. Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία. Έρχονταν!
Ο πρόεδρος της κοινότητας με μερικούς ατρόμητους άνδρες οργάνωσαν σύντομα μιά επιτροπή για να υποδεχτούν φιλικά τον άγνωστο εχθρό, με λουκούμια και μπόλικο τσίπουρο. Έτσι γινόταν πάντα σ'αυτές τις περιπτώσεις.
Μιά ειρηνική προσέγγιση, ελπίζοντας να αποφύγουν με αυτό τον τρόπο μια μεγάλη καταστροφή.


Η ένταση μεγάλωνε, και οι πιό τολμηροί άρχισαν να συγκεντρώνονται στην άσφαλτο που περνούσε από το χωριό. Ο άγνωστος απρόσκλητος επισκέπτης ήταν εδώ! Ένα τζιπ και ένα τρίκυκλο με ένα πολυβόλο επάνω ήταν οι πρώτοι που έφτασαν. Προχώρησαν αργά προς την άκρη του χωριού και σταμάτησαν βλέποντας τα σταθμευμένα κάρα απέναντι. Το πολυβόλο ακούστηκε να κροταλίζει δαιμονισμένα, σπέρνοντας το φόβο στους κατοίκους και το πανικό στους αγωγιάτες στρατιώτες.
Καμία απάντηση από την άλλη πλευρά. Η δουλειά αυτών των στρατιωτών ήταν μόνο η μεταφορά προμηθειών προς το μέτωπο.
Σύντομα έφτασε μια μεγάλη φάλαγγα με βαριά όπλα και οχήματα που κουβαλούσαν στρατεύματα.
Τάνκς, ελαφρύ πυροβολικό και άνδρες των SS, σταμάτησαν πάνω στην εθνική οδό, λες και ήταν μιά παρέλαση.
Για μια μόνο στιγμή, τα πράγματα έδειχναν ότι όλα θα καταλήγανε σε μιά αναίμακτη εισβολή.
Η επιτροπή υποδοχής του χωριού σε μια χειρονομία παραδοσιακής φιλοξενίας προς όλους τους ξένους, πρόσφεραν τα ποτά στους περίεργους επισκέπτες. Οι Γερμανοί χαμογελούσαν με αμηχανία και έκπληξη.

Η γέφυρα στο τέλος του δρόμου είχε καταστραφεί εν μέρει, και το γεγονός αυτό τους ενόχλησε πολύ. Έτσι, η πρώτη δουλειά των εισβολέων ήταν να αποκατασταθεί πολύ γρήγορα.
Το μηχανικό εργάζονταν εντατικά πάνω σ'αυτή, και πεζοπόρα τμήματα βάδισαν προσεκτικά προς τα βουνά.


Σε λίγο ξέσπασε η κόλαση! Οι Έλληνες στρατιώτες από τα χαρακώματα στο λόφο άνοιξαν πυρ με όλα τα όπλα, σπέρνοντας το τρόμο και την έκπληξη στον εισβολέα. Πολυβόλα, όλμοι και πυροβολικό ξερνούσαν τη φωτιά τους μανιασμένα στους εισβολείς. Οι Γερμανοί δεν περίμεναν να αντιμετωπίσουν μιά τόσο μεγάλη αντίσταση σε ένα τόσο ασήμαντο χωριό.
Να που οι Έλληνες πολεμούν και πάλι σαν ήρωες. Η, ”οι ήρωες πάντα πολεμούν σαν Έλληνες“
Η τραγική εξέλιξη ήταν ένας νεκρός υψηλόβαθμος αξιωματικός των SS και άλλοι έξι άνδρες.
Το γεγονός αυτό εξαγρίωσε τούς Γερμανούς. Δεν ήταν μόνο η απώλεια ανθρώπινων ζωών, αλλά η προσβολή προς τους υπερήφανους Χιτλερικούς, πού είχαν ένα αίσθημα ανωτερότητας.
Όταν τελικά κατάφεραν να φτάσουν στα χαρακώματα, βρήκαν έναν όχι πολύ καλά εξοπλισμένο στρατό που είχε κάνει το καθήκον του υπερασπιζόμενος την πατρίδα του.
Τα περισσότερα πυρομαχικά τους είχαν τελειώσει και η μόνη επιλογή ήταν να παραδοθούν στον πολύ πιο ανώτερο αντίπαλο.


Οι άνδρες των SS, οργισμένοι γιά τήν απώλεια ενός σημαντικού αξιωματικού και των υπόλοιπων συντρόφων τους, εκτελούσαν εν ψυχρώ όλους τους γενναίους άνδρες στα χαρακώματα ........ Το φρικτό δράμα ήταν πενήντα νεκροί νέοι που ήταν εκεί για να τιμήσουν την Ελληνική σημαία.


Ένα Γερμανικό τανκ, στο δρόμο προς τους λόφους, αγωνίζονταν να περάσει μέσα από τα στενά σοκάκια του χωριού.
Τα βλήματα του Γερμανικού πυροβολικού στην εθνική οδό ακούγονταν να σφυρίζουν καθώς διέσχιζαν τον ουρανό πάνω από τα σπίτια. Ένας υπόκωφος βρόντος από τις εκρήξεις ακούγονταν στους λόφους.
Ήταν όλα τόσο συναρπαστικά στα μάτια ενός αγοριού. Αυτός ήταν ο πόλεμος του!
Ήμουν εκεί! Και δεν μπορώ να ξεχάσω .....
Η ιστορία επαναλαμβάνεται συχνά όταν οι άνθρωποι ξεχνούν ....
Τι κρίμα!

MY WAR

It seemed that each generation was destined to have its own war. And this one was mine.

My grandmother used to tell me stories of the last one which happened a long time ago; in a child's mind, two decades were too long.
It was about time we had a new one. This was an unwritten law. People ought to be killing one another every now and then, it seemed.
The first World War was only in the memories of those who wouldn't forget.
And the second one had already begun.

Time: spring  1940.The place: a small, insignificant town on the slopes of a high mountain.
There was peace and serenity here. And the night sky was a magic, wondrous show of bright, twinkling stars.
The nights were pitch dark, and the only sign of life in the village was the faint oil-lamp light coming out of the small, iron-barred windows, and the smoke coming out of the chimneys. The silence of the eerie nights would sometimes be broken by the howling wolves in the woods and the barking dogs in the streets.
This was paradise in the eyes of a young boy. But all this was Utopia, and it would soon die like a wonderful dream.

Only two days ago, a ground-shaking blast was the first bad omen.
The high bridge at the end of the village was blown up. This would apparently slow down the enemy for a while. But which enemy? The Italian front was ahead, in the West. This new threat was coming from the East!

Wounded soldiers, returning home from the Italian front, would tell tales of heroism that made us, wide-eyed youngsters, wonder in awe. It all sounded like an exiting adventure.
The muffled sound of exploding artillery shells, coming from a long distance behind the hills, was a sign that the war was soon to visit this peaceful mountain village.
Besides, there had been a movement of troops; infantry and some horse wagons carrying supplies, apparently going to the western front.
Some of the the infantry moved uphill towards the mountains. They dug up trenches in the hills about a mile away. And the wagons stopped on the highway, about 500 meters away, in a section facing the town.

It was a nice, warm day in April. The people were uneasy, anxiously waiting. Word had come that the enemy was approaching.
This time it was not the one that the heroic troops had confronted successfully during the harsh winter months.
This enemy was approaching from another direction, behind them.
The big invasion had begun, and war was now here.

Every day, the men of the village would stick their ear to the surface of the asphalt highway to listen to or feel any vibrations of heavy vehicles approaching from a distance behind the last curve of the road entering the town from the East.
Yes! Today, a muffled, rumbling sound was so clear. There was no doubt! They were coming!
A committee of town officials was soon organized. They would come in contact with the unknown
invading forces to try a peaceful approach, hoping to avoid this way, a major disaster.
Tension grew, and some people began to gather fearfully on the main highway which passed through the town.

A German jeep and a motor tricycle preceding, carrying heavy machine guns, were the first to arrive. They stopped at the end of the town on the highway, and seeing the parked wagons across, at a distance on the road, started firing at them, creating panic and fear to the villagers.
There was no response from the other side. The job of the poorly-equipped troops with the small number of horse-driven wagons was to transport food supplies to the front.

Soon, the German convoy of vehicles and troops arrived.
Tanks, light artillery, and fierce-looking SS troops stopped on the highway, as in a parade.
For only a little while, it looked as if all would end up peacefully.
The town's reception committee, in a gesture of traditional hospitality towards all strangers, offered drinks to the foreign visitors.

The bridge at the end of the town had been partly damaged, and this fact annoyed them a great deal. So their major duty was to make it passable very quickly.
Mechanized troops went to work on it, and foot soldiers marched carefully towards the hills.
And that's when hell broke loose. The army in the trenches in the hills started firing with everything they had. Machine guns, mortars and light artillery thrown at the invaders, caught them by surprise. They did not expect to be engaged in a major battle in this insignificant area.

The grim result of this skirmish was a dead German high-ranking officer and six other SS men.
This fact infuriated them. It was not just the loss of lives but the insult to their feelings of pride and superiority.
When they finally managed to reach the trenches, they found an ill-equipped army that had done their duty defending their homeland.
They had no more ammunition and the only choice was to surrender to the much superior enemy.

The infuriated SS men, not being able to accept the loss of an important officer and
the rest of their comrades, shot at close range, every brave surrendering man in the trenches........ The toll, fifty young men in uniform.

Tanks made their way to the hills after struggling to pass through the narrow cobble-stone streets of the village.
The shells from the artillery on the highway could be seen shining in the bright sky, making an odd whistling sound over our heads, and the explosions in the hills could be heard for miles.
It was all so exciting to the eyes of a young boy. This one was my war!
I was there! And I cannot forget.....
History repeats itself often when men forget.... What a pity.!

1 σχόλιο:

x-nos είπε...

Πολύ ωραία περιγραφή παππού... αλλά φαντάζομαι καθόλου ωραία αν τα ζεις

Traslations

Click on this link: http://translate.google.com/?hl=en#
This action will open up the main Google Translation tool. Paste the text to be translated here.