Για εβδομάδες αυτός και τα άλλα παιδιά το χωριού ετοιμάζονταν για αυτή τη μαγευτική βραδιά.
Απόψε ήταν όλα σαν όνειρο . Το χιονισμένο χωριό άστραφτε περίεργα στο φως του ασημένιου φεγγαριού, και χιλιάδες άστρα στόλιζαν τον σκοτεινό ουρανό . Ένα απ' αυτά ήταν πολύ λαμπερό.
Λες να ήταν το άστρο της Βηθλεέμ;
Το λιγοστό φώς από τις λάμπες πετρελαίου που έβγαινε από τα παράθυρα των σπιτιών μαζί με το μαγευτικό φως του φεγγαριού ήταν τα μόνα που έκαναν τη νύχτα αυτή λαμπερή, και που φαίνονταν σαν να ήταν το χάραγμα της αυγής.
Ησυχία βασίλευε παντού και οι μόνοι ήχοι έρχονταν από το κοντινό δάσος. Περίεργα ουρλιαχτά.
Ήταν οι λύκοι. Και τα σκυλιά του χωριού γάβγιζαν φοβισμένα.
Οι έρημοι δρόμοι, σκεπασμένοι με μπόλικο χιόνι, φαινόταν αδιάβατοι. Αλλά τα φωτισμένα σπίτια και οι καμινάδες με τον άσπρο καπνό ήταν σημάδια ζωής. Το χωριό ήταν ζωντανό.
Όλοι κλεισμένοι μέσα στά σπίτια περίμεναν τα κάλαντα εκείνη τη μαγική νύχτα.
Ο παππούς και δύο άλλα παιδιά απόψε θα κοιμόνταν στο σπίτι τη θείας που ήτανε χήρα και δεν είχε κοντά τα παιδιά της, η καημένη.
Σήμερα όμως ήταν πολύ χαρούμενη. Είχε τρία παιδιά στο σπίτι της.
Από νωρίς το βράδυ μαζεύτηκαν εκεί. Έπρεπε να φάνε και να κοιμηθούν νωρίς. Και πριν χτυπήσει η καμπάνα τα μεσάνυχτα έπρεπε να βγουν έξω στους δρόμους για τα κάλαντα..
Ήταν ντροπή να έρθουν άλλα παιδιά στο σπίτι και να τους πιάσουν στον ύπνο.
Όλοι τριγυρισμένοι γύρο από το τζάκι όπου έκαιγαν τα κούτσουρα σκορπώντας ζεστασιά, περίμεναν
τη μαγική ώρα. Έκαναν δοκιμές τραγουδώντας τα κάλαντα.
Η θεία έψενε ωραίες πατάτες στη φωτιά και το ποπ κορν έσκαγε με κρότο μέσα στο ειδικό τηγάνι.
Τσάτ! Πάτ! Τσάτ! Πάτ!
Κόντευα ν μεσάνυχτα όταν η θεία φώναξε. Ξυπνήστε παιδιά μου. Ήρθε η ώρα!
Τρίβοντας τα μάτια τους τα παιδιά σηκώθηκαν τεμπέλικα.
Η χαρά ήταν πολύ μεγάλη. Ήταν ένα όνειρο. Σε λίγο θα βρίσκονταν στους παγωμένους δρόμους μαζί
με πολλά άλλα παιδιά τραγουδώντας χαρμόσυνα τα κάλαντα.
Κρέμασαν στον ώμο τον σάκο που τους είχε πλέξει η γιαγιά τους και άρπαξαν με ενθουσιασμό τα
στρογγυλά ξύλινα σφυριά τους. Με αυτά θα χτυπούσαν στις πόρτες των σπιτιών για να βγουν έξω οι νοικοκυρές. Ντάκα ντούκα, ντάκα ντούκα! Ο θόρυβος μεγάλωνε καθώς όλο και περισσότερα παιδιά έψαλλαν χαρμόσυνα τα κάλαντα στους χιονισμένους δρόμους του χωριού.
Καλήν εσπέρα άρχοντες
Σαν είναι ορισμός σας
Χριστού τη θεία γέννηση
Να πω στ' αρχοντικό σας.
Χριστός γεννάται σήμερα
Εν Βηθλεέμ τη πόλη
Οι ουρανοί αγάλλονται
Και χαίρει η φύσις όλη
Οι κρεμασμένες στους ώμους σακούλες γέμιζαν συνέχεια. Κάστανα, χαρούπια, καραμέλες και κουλούρια ήταν τα δώρα των νοικοκυρών.
Σ' αυτό το σπίτι πού ’ρθαμε
Πέτρα να μη ραγίσει
Κι' ο νοικοκύρης του σπιτιού
Χίλια χρόνια να ζήσει
Ο, τι ωραία χρόνια αυτά! Η χαρές ήταν μεγάλες, κι' ας είχε φτώχεια.
2 σχόλια:
axx...pou einai auta ta xronia???
Malon den ta prolavame emeis Maraki mou...
Δημοσίευση σχολίου